Μετόχι Μεγίστης Λαύρας
Στη Μεσοβυζαντινή Περίοδο, περί τα τέλη του 10ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, παραχώρησε τον Άγιο Ευστράτιο στη Μονή Μεγίστης Λαύρας η οποία προχώρησε άμεσα στην ίδρυση Μετοχιού στο νησί, εδραιώνοντας έτσι την κυριαρχία της καθ’ όλη την έκτασή του.
Για το Μετόχι της περιόδου αυτής λίγα στοιχεία είναι γνωστά αφού δεν έχει εντοπιστεί ακόμα τουλάχιστον η θέση που αναγέρθηκαν τα κτίσματά του. Ωστόσο, αναφέρεται ότι πρώτος υπεύθυνος του Μετοχιού ήταν ο Ευστράτιος, ο οποίος μάλιστα, χρίστηκε αργότερα και ηγούμενος της Μονής της Λαύρας. Οι μοναχοί που επάνδρωσαν το μετόχι, με τη συνδρομή δουλοπαροίκων, επιδόθηκαν με ζήλο στην καλλιέργεια της εύφορης γης του νησιού και τα άριστης ποιότητας προϊόντα γέμιζαν τα κελάρια της αθωνικής μονής.
Πέραν από την παραγωγή υλικών αγαθών, εξίσου σημαντική ήταν η προσφορά του μετοχιού σε πνευματικό επίπεδο αφού εκεί λειτούργησε «φροντιστήριο αγένειων μοναχών» όπου υποψήφιοι προετοιμάζονταν για να καρούν μοναχοί. Γι αυτό και το νησί αναφέρεται και ως «Νήσος των Νέων».
Ωστόσο, λόγω των τουρκικών επιδρομών που έπληξαν το νησί στις αρχές του 14ου αιώνα (1305) οι μοναχοί και οι δουλοπάροικοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μετόχι αλλά και το νησί.
Το μετόχι επαναλειτούργησε μετά τα μέσα του 16ου αι., περί το 1540, οπότε πραγματοποιήθηκε ο τελευταίος εποικισμός του Άγιου Ευστρατίου με νέους κατοίκους και μοναχούς. Το συγκρότημα της περιόδου αυτής κατασκευάστηκε στο κέντρο περίπου της νήσου, σε μια κοιλάδα που την αγκαλιάζουν βραχώδεις λόφοι, φυσικά οχυρή. Το Μετόχι, αφιερώθηκε τότε στην Κοίμηση της Θεοτόκου, και ο ναός του ήταν γνωστός ως Μεγάλη Παναγιά. Οι εκτάσεις γης στις οποίες το μετόχι είχε επικυριαρχία την εποχή εκείνη, ήταν σαφώς μικρότερες σε σχέση με αυτές της μεσοβυζαντινής περιόδου, ώσπου στα τέλη του 19ου αι. περιορίστηκαν στο κέντρο του νησιού και στη θέση Αλονίτσι, και χωρίς να ξεπερνούν τα 3.000 η 2.200 στρέμματα. Οι υπόλοιπες δε, εκτάσεις διαμοιράστηκαν στους κατοίκους.
Στις αρχές του 20ου αι. το μετόχι είχε πια χάσει ανεπιστρεπτί την παλιά του αίγλη, διατηρούμενο σε ημιερειπιώδη κατάσταση μέσα στην πυκνή βλάστηση. Στα μάτια του περιηγητήC. Fredrich, όταν το αντίκρισαν 1904, ξεχώρισε μόνο ο μικρός ναός με τους πάλλευκους τοίχους, να αγωνίζεται να κρατηθεί «ζωντανός», φυλάσσοντας ως μοναδικό «θησαυρό» του, απλές χάρτινες εικόνες.
Σύμφωνα με αρχειακό φωτογραφικό υλικό και βάσει των στοιχείων πρόσφατης μελέτης αποκατάστασης, φαίνεται ότι στο εσωτερικό οχυρωματικού περιβόλου, γύρω από αύλειο χώρο, αναπτυσσόταν τέσσερα κτήρια με έναν έως τρεις ορόφους. Οι κύριοι λειτουργικοί χώροι, βρίσκονταν στα διώροφα κτήρια, ενώ οι βοηθητικοί στα ισόγεια. Ο ναός του συγκροτήματος ήταν λιτός και πιθανότατα άνηκε στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής, μικρών διαστάσεων, χωρίς αψίδα στο ιερό ενώ στην οροφή του διαμορφωνόταν ένα πατάρι με χρήση βοηθητική (αποθήκη). Σ’ αυτόν τον ναΐσκο, ο Βενιαμίν ο Κρητικός, εξέφρασε την πλήρη αφοσίωσή του στον Θεό, ως ο τελευταίος μοναχός του μετοχιού.
Ο κύκλος της ύπαρξης του συγκροτήματος, ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1968 όταν ισχυρός σεισμός κατέστρεψε εντελώς τις κτηριακές υποδομές του. Μάλιστα, κατά το συμβάν απωλέσθηκαν και ανθρώπινες ζωές και συγκεκριμένα της μητέρας και της αδελφής, του μισθωτή τότε του μετοχιού, κτηνοτρόφου Δημήτρη Καπέλλα.
Παρά το τραγικό περιστατικό της απώλειας των προσφιλών του προσώπων, ο ίδιος ο Καπέλλας, μερίμνησε να ανακατασκευαστεί ο ναΐσκος στην ίδια θέση με τον παλαιότερο, ακολουθώντας τον αρχιτεκτονικό τύπο των εξωκλησιών του νησιού, έχοντας δηλαδή σημαντικές αποκλίσεις στη μορφή σε σχέση με τον προϋφιστάμενό του. Σήμερα, στο εσωτερικό του ναΐσκου, ξύλινο λιτό τέμπλο διαχωρίζει το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο χώρο. Οι παλαιές εικόνες είναι ελάχιστες με εξέχουσα αυτή στην οποία ιστορείται το επεισόδιο της Αποτομής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Ο ναϊσκος αποτελεί πια το μοναδικό ιστάμενο κτίσμα στον χώρο που συνδέεται με το βυζαντινό μετόχι επιμένοντας με περίσσιο πείσμα να ορθώνεται ανάμεσα στους σωρούς των ερειπίων των κατεστραμμένων κτισμάτων του συγκροτήματος από τα οποία αναγνωρίζονται μόνο μερικά περιγράμματα. Όστρακα άβαφης και εφυαλωμένης κεραμικής της οθωμανικής-μεταβυζαντινής περιόδου από χρηστικά και λειτουργικά αγγεία που βρίσκονται διάσπαρτα στον χώρο καθώς και το λίθινο γουδί που βρίσκεται εναποθετημένο στην είσοδο του ναού, μαρτυρούν ότι σε χρόνους περασμένους ο χώρος ήταν «ζωντανός».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ερειπιώνας του μετοχιού της Μεγίστης Λαύρας και ο ναΐσκος της Παναγίας, αποτελούν την αδιάψευστη μαρτυρία για την παρουσία στον Άγιο Ευστράτιο, της αρχαιότερης μονής του Αγίου Όρους σε μια περίοδο ακμής τόσο για την βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο και για το ίδιο το νησί που επηρέασε βαθιά την πνευματική και κοινωνικοπολιτική ζωή του.
Ευχής έργον θα ήταν το μετόχι να αποκατασταθεί στο μέλλον και να επαναλειτουργήσει προσφέροντας τα οφέλη του στην τοπική κοινωνία.
Διαδρομή
- Με όχημα
Η «Μικρή Παναγιά»
Με όχημαΜετόχι Μεγίστης Λαύρας
Με όχημαΜετόχι Μονής Διονυσίου
Μη προσβάσιμοΟρατό από τον δρόμοΆγιος Γεώργιος- θέση «Μουρούλια»
Με όχημαΠεζοπορικάΌχημα: μέσω της οδού που διέρχεται από το ελικοδρόμιο
Πεζοπορικά: από αγροτική οδό προς ΑλωνίτσιΜετόχι Μονής Καρακάλου
Με όχημα