Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μετόχι Μονής Καρακάλου

 Σε ορεινή περιοχή του ΒΔ τμήματος της νήσου, σε μικρή απόσταση από το Μετόχι της Μεγίστης Λαύρας, βρίσκεται το δεύτερο μεγαλύτερο Μετόχι  του Αγίου Ευστρατίου, που ανήκει στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Καρακάλλου αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Χτισμένο, στην κορυφή ενός λόφου που προβάλλει ανάμεσα από δύο κοιλάδες, έχει το προνόμιο να επιτηρεί την θαλάσσια περιοχή στα δυτικά,  συμβάλλοντας στην ασφάλεια των κατοίκων από κινδύνους των προηγούμενων αιώνων όπως πειρατεία και επιδρομές. 

  Όπως επιβεβαιώνεται από αρχειακές πηγές του 17ου αιώνα που διατηρούνται στη Μονή του Καρακάλλου, η ανέγερση του Μετοχιού ανάγεται στο  το δεύτερο μισό του 17ου αι. και μάλιστα μετά τον εποικισμό του νησιού το 1540, περίοδο όπου η εν λόγω Μονή ίδρυσε μετόχι και στη γειτονική Λήμνο. Για την κτηριακή δομή του συγκροτήματος εκείνης της εποχής δεν υπάρχουν εκτενείς πληροφορίες  παρά μόνο σύντομες αναφορές στα αρχεία της Μονής, περί της ύπαρξης του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην περιοχή Φωτεινού. Από το τοπωνύμιο αυτό μάλιστα, το Μετόχι έγινε ευρύτερα γνωστό και ως Μονή «Φωτεινού», αφού η θέση του είναι τόσο δεσπόζουσα και τη λούζει με φως ο ήλιος. Ο ρόλος που διαδραμάτισε στην τοπική κοινωνία, ιδιαίτερα από την περίοδο της ίδρυσής του έως και τα τέλη του 18ου αι. ήταν αρκετά σημαντικός, όπως τεκμαίρεται από έγγραφα αγοραπωλησιών, δανείων, ανταλλαγών μεταξύ των κατοίκων και των μοναχών. Ειδικό, ίσως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κινητά και ακίνητα που αφιερώνονταν στο Μετόχι από τους πιστούς, στη μακρά λίστα των οποίων περιλαμβάνονταν οικίες, μαντριά, δέντρα (βελανιδιές, αμυγδαλιές, συκιές, αμπελια), ζώα και τρόφιμα.

 Με την πάροδο των αιώνων και το μετόχι αυτό άρχισε να χάνει την αρχική του αίγλη. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως μαθαίνουμε από τον περιηγητή C. Fredrich, αποτελούσε ένα μονότονο νέο κτίσμα σε κορυφή με τετράγωνο περίβολο, βοηθητικούς χώρους που στο κέντρο υπήρχε ο ομώνυμος ναός. Στα μέσα του αιώνα αυτού και πιθανότατα ύστερα από τον σεισμό του 1968, εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους μοναχούς.

 Από τις αρχιτεκτονικές δομές που αντίκρισε ο Fredrich, διατηρείται σήμερα μοναχά ο ναϊσκος σε λειτουργική κατάσταση. Από τον περίβολο διακρίνεται η θεμελίωση και ένα άνοιγμα με χαρακτηριστικά πύλης στα νοτιοδυτικά. Τμήματα πλακόστρωσης, ανασυνθέτουν την εικόνα του πλακόστρωτου δαπέδου του αύλειου χώρου που αναπτυσσόταν περιμετρικά του ναού γύρω από τον ναΐσκο. Κτίσματα σε ερειπιώδη κατάσταση που βρίσκονται στον χώρο, ερμηνεύονται ως βοηθητικοί χώροι του Μετοχιού. Μεταξύ αυτών ένα λιθόκτιστο, κεραμοσκεπές κτίσμα με χρήση χώρου διαμονής στα ΒΔ του ναΐσκου, το οποίο έχει πρόσφατα συντηρηθεί.

  Όσον αφορά στον ναΐσκο, ακολουθεί τον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο μετά υπόλοιπα ξωκλήσια του νησιού, αυτόν της λιθόκτιστης, μονόκλιτης, βασιλικής, μικρών διαστάσεων με ημικυκλική κόγχη στο ιερό και ξύλινη δίρριχτη κεραμοσκεπή. Στην δυτική εξωτερική του όψη, δίπλα στο ορθογώνιο θυραίο άνοιγμα, υπάρχει εντειχισμένη κτητορική επιγραφή. Δυστυχώς, λόγω των επάλληλων στρώσεων ασβέστη με την οποία έχει επαλειφθεί η επιφάνειά της, πληροφορούμαστε με εξαιρετική δυσκολία ο ναός ανακαινίστηκε από κάποιον ηγούμενο, πιθανόν στις αρχές του 20ου αι. Στο εσωτερικό του ναού, αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο που ο χαρακτήρας της διακόσμησής του έχει σαφείς αναφορές στις τεχνοτροπίες του μπαρόκ, του ροκοκό και του νεοκλασικισμού. Από τον εντυπωσιακό  αυτόν διάκοσμο ξεχωρίζει η λεπτομέρεια της παράστασης, πάνω από την δεσποτική εικόνα της Θεοτόκου βρεφοκρατούσας που εικονίζονται δύο άγγελοι, αντικριστοί. 

  Παρά το γεγονός ότι σήμερα πλέον, δεν διαβιούν, μοναχοί στο μετόχι,  η σύνδεση της Αθωνικής Μονής Καρακάλλα με τον ακριτικό Άγιο Ευστράτιο, παραμένει ζωντανή, αφού η Μονή διατηρεί πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε 2.500 στρέμματα, που επισημαίνονται τόσο στην περιοχή γύρω από τις κτιριακές δομές του μετοχιού όσο και σε πιο απομακρυσμένες θέσεις όπως στο Αλωνίτσι. Ντόπιοι αγροτοκτηνοτρόφοι μισθώνουν τις εκτάσεις αυτές με ανάλογο αντίτιμο που παραδίδουν σε εντεταλμένους μοναχούς οι οποίοι καταφτάνουν στο νησί με σκοπό αφενός, να παραλάβουν το μίσθωμα και αφετέρου, να λειτουργήσουν στον ναΐσκο.